προαναφορά

προαναφορά
η, ΝΑ [ἀναφορά]
νεοελλ.
(στην Ορθόδοξη Εκκλησία) το τμήμα τής θείας λειτουργίας από την αρχή μέχρι την ευχή τής αναφοράς, το οποίο περιλαμβάνει την έναρξη τής λειτουργίας, τη μικρά είσοδο, τα αναγνώσματα, τη μεγάλη είσοδο, τον ασπασμό και το σύμβολο τής πίστεως, τμήμα το οποίο στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ονομαζόταν λειτουργία κατηχουμένων
αρχ.
ονομασία τού δωδέκατου αστρολογικού τόπου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προαναφορά — προαναφορά̱ , προαναφορά fem nom/voc/acc dual προαναφορά̱ , προαναφορά fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαναφορᾷ — προαναφορά fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”